ἅγηος((·))((·))((·)) Κ(ύριο)ς((·))((·))((·)) ὁ πα<ν>τ<ε>πόπτης((·)) ὁ((·))((·))((·))ἐβασήλευψε((·)) ἐνε[δ]ι ὁ καθήμενος ἐν((·)) δόξῃ((·)) {τὸν} ἐπὴ θρόνου((·)) χερουβὴμ((·))((·))((·)) κvac.1ὲἄγγελη στρατηέ((·))((·))((·))
ἅγηος · · · Κς · · · ὁπα[.]τ[.]πόπτης · ὁ · · · ἐβασήλευψε · ἐνε[.]ιὁκαθήμενοςἐν · δόξῃ · τὸνἐπὴθρόνου · χερουβὴμ · · · κ vacat ὲἄγγεληστρατηέ · · ·